- ἀρχιμανδρίτῃ
- ἀρχιμανδρίτηςchief of amasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρχιμανδρίτηι — ἀρχιμανδρίτῃ , ἀρχιμανδρίτης chief of a masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκυψη — η 1. άνοδος στην επιφάνεια, εμφάνιση, ανάδυση 2. απαλλαγή από στενοχώρια ή συμφορά 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος ανυψώνει το κεφάλι του ή τον κορμό από κάποια κεκλιμένη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 … Dictionary of Greek
ιχνογραφικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ιχνογραφία ή στον ιχνογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η ιχνογραφική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής ιχνογραφίας. επίρρ... ιχνογραφικώς και ά με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφία ή ἰχνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803… … Dictionary of Greek
οθωμανισμός — ο πολιτικό σύστημα που υιοθέτησαν πολλοί πολιτικοί τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που απέβλεπε στη δημιουργία οθωμανικής εθνότητας υπό την κυριαρχία τού σουλτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀθωμανός + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον αρχιμανδρίτη… … Dictionary of Greek
Αντωνιάδης, Ευάγγελος — (Εκκλησοχώρι Ηπείρου 1882 – Άγιος Στέφανος Αττικής 1962).Συγγραφέας, καθηγητής της θεολογικής σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απόφοιτος της Αββακουμείου Ιερατικής Σχολής Ιωαννίνων και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διορίστηκε επόπτης των… … Dictionary of Greek
Βρυέννιος, Φιλόθεος — (1835 – 1914).Ιεράρχης και επιφανής θεολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και το 1865 έγινε διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Το 1874 πήρε μέρος, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Ιωάννη Αναστασιάδη,… … Dictionary of Greek
Δαλμάτιος ή Δαλμάτος — (τέλη 4oυ – αρχές 5oυ αι. μ.Χ.). Όσιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής των Δαλμάτων στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίστηκε στη διάρκεια της νεστοριανής έριδας υπέρ του Κύριλλου, πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ο Δ. καταγόταν… … Dictionary of Greek
Ειρηναίος Α’ — (Εμμανουήλ Σκοπελίτης, Σάμος 1939 –). Πατριάρχης Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης (2001–). Εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα το 1953 όπου και φοίτησε στην εκεί πατριαρχική σχολή, ενώ στη συνέχεια σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ο Βατοπεδινός — (Δημόπουλος, 19ος αι.). Μοναχός και λόγιος από τη Λοκρίδα. Μετά τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χρημάτισε γραμματέας, επί 15 χρόνια, της μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος και αρχιγραμματέας της ιερής κοινότητας του Αγίου Όρους. Μετά … Dictionary of Greek